λα-: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(8) |
(22) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=la | |Beta Code=la | ||
|Definition=insep. Prefix with <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">intensive</b> force, as in <b class="b3">λακαταπύγων, λακατάρατος</b>; cf. also <b class="b3">λαί-μαργος</b>.</span> | |Definition=insep. Prefix with <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">intensive</b> force, as in <b class="b3">λακαταπύγων, λακατάρατος</b>; cf. also <b class="b3">λαί-μαργος</b>.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=λα- (Α)<br />προθεματικό επιτατικό [[μόριο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζα</i>-) άγνωστης ετυμολ. που απαντά σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λα</i>-[[κατάρατος]] λα</i>-[[καταπύγων]], <i>λα</i>-<i>πτυήρ</i>, <i>λα</i>-<i>φονοι</i>, <i>λά</i>-<i>μαχος</i>). Το [[μόριο]] εμφανίζεται και με τη [[μορφή]] <i>λαι</i>(<i>σ</i>)- [[κυρίως]] σε ανθρωπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Λαι</i>-<i>κλῆς</i>, <i>Λαί</i>-<i>στρατος</i>). Για τη [[σχέση]] [[μεταξύ]] <i>λαι</i>- και <i>λα</i>- <b>[[πρβλ]].</b> [[ἰθαγενής]]: <i>ἰθαι</i>-<i>γενής</i>. Παραμένει αβέβαιο αν το -<i>α</i>- του μορίου [[είναι]] μακρό ή βραχύ. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
insep. Prefix with
A intensive force, as in λακαταπύγων, λακατάρατος; cf. also λαί-μαργος.
Greek Monolingual
λα- (Α)
προθεματικό επιτατικό μόριο (πρβλ. ζα-) άγνωστης ετυμολ. που απαντά σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων (πρβλ. λα-κατάρατος λα-καταπύγων, λα-πτυήρ, λα-φονοι, λά-μαχος). Το μόριο εμφανίζεται και με τη μορφή λαι(σ)- κυρίως σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Λαι-κλῆς, Λαί-στρατος). Για τη σχέση μεταξύ λαι- και λα- πρβλ. ἰθαγενής: ἰθαι-γενής. Παραμένει αβέβαιο αν το -α- του μορίου είναι μακρό ή βραχύ.