μναδάριον: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(6_22)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μνᾱδάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ μνᾶ, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 2.
|lstext='''μνᾱδάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ μνᾶ, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[μναδάριον]], τὸ (Α)<br />υποκορ. του <i>μνα</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνᾶ</i> πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>μνάδιον</i> / <i>μναΐδιον</i>].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνᾱδάριον Medium diacritics: μναδάριον Low diacritics: μναδάριον Capitals: ΜΝΑΔΑΡΙΟΝ
Transliteration A: mnadárion Transliteration B: mnadarion Transliteration C: mnadarion Beta Code: mnada/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of μνᾶ, Diph.21.

German (Pape)

[Seite 193] τό, dim. von μνᾶ, Diphil. in B. A. 108, 32.

Greek (Liddell-Scott)

μνᾱδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μνᾶ, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 2.

Greek Monolingual

μναδάριον, τὸ (Α)
υποκορ. του μνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. μνάδιον / μναΐδιον].