Μόσυχλος: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(6_15)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Μόσυχλος''': ὁ, ἡφαίστειόν τι ἐν Λήμνῳ, Νικ. Θηρ. 472· ἐπίθ. Μοσυχλαῖος, α, ον, Buttm. ἐν Wolf’s Mus. 1. 2, σελ. 295 κἑξ.
|lstext='''Μόσυχλος''': ὁ, ἡφαίστειόν τι ἐν Λήμνῳ, Νικ. Θηρ. 472· ἐπίθ. Μοσυχλαῖος, α, ον, Buttm. ἐν Wolf’s Mus. 1. 2, σελ. 295 κἑξ.
}}
{{grml
|mltxt=[[Μόσυχλος]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] ηφαιστείου στη Λήμνο.
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μόσυχλος Medium diacritics: Μόσυχλος Low diacritics: Μόσυχλος Capitals: ΜΟΣΥΧΛΟΣ
Transliteration A: Mósychlos Transliteration B: Mosychlos Transliteration C: Mosychlos Beta Code: *mo/suxlos

English (LSJ)

ὁ, Mosychlos, a volcano in Lemnos, Nic.Th.472: Adj. Μοσυχλαῖος, α, ον

   A, Μοσυχλαίῃ φλογὶ ἶσον Eratosth. 17.2.

Greek (Liddell-Scott)

Μόσυχλος: ὁ, ἡφαίστειόν τι ἐν Λήμνῳ, Νικ. Θηρ. 472· ἐπίθ. Μοσυχλαῖος, α, ον, Buttm. ἐν Wolf’s Mus. 1. 2, σελ. 295 κἑξ.

Greek Monolingual

Μόσυχλος, ὁ (Α)
ονομασία ηφαιστείου στη Λήμνο.