μοσχοκαρύδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(6_22)
(25)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοσχοκαρύδιον''': τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ μοσχοκάρυδον, μεταγεν.
|lstext='''μοσχοκαρύδιον''': τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ μοσχοκάρυδον, μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοσχοκαρύδιον]], τὸ (Α)<br />το [[μοσχοκάρυδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοσχοκάρυον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδιον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>συκ</i>-<i>ύδιον</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 209] τό, dim. zum Folgdn, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχοκαρύδιον: τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ μοσχοκάρυδον, μεταγεν.

Greek Monolingual

μοσχοκαρύδιον, τὸ (Α)
το μοσχοκάρυδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυον + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. συκ-ύδιον)].