λειψανάβατος: Difference between revisions
From LSJ
(22) |
(No difference)
|
Revision as of 07:27, 29 September 2017
Greek Monolingual
και λειπανάβατος, -η, -ο
1. (για τον άρτο) ελλιπής ως προς το ανέβασμα, αυτός που έχει υποστεί ατελή ζύμωση, λειψός
2. μτφ. για πρόσ. ο μη δραστήριος, αυτός που δεν μπορεί να φέρει κάτι σε πέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + αναβατός (< αναβαίνω), πρβλ. δυσ-ανάβατος. Ο τ. λειπανάβατος από το θ. λειπ- του λείπω.