λιθοβολώ: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
(No difference)
|
(23) |
(No difference)
|
(AM λιθοβολῶ, -έω) λιθοβόλος
ρίχνω πέτρες εναντίον κάποιου, πετροβολώ (α. «ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῡσα τοὺς ἀπεσταλμένους», ΚΔ
β. «Τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις», ΠΔ.).