λάσται: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(6_4)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάσται''': «πόρναι» Ἡσύχ.
|lstext='''λάσται''': «πόρναι» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λάσται]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πόρναι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρ. <i>las</i>- «[[αχόρταγος]], [[ακόρεστος]]» και συνδέεται με τους τ. [[λιλαίομαι]], [[λάσθη]].
}}
}}

Revision as of 07:30, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λάσται: «πόρναι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λάσται (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πόρναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρ. las- «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τους τ. λιλαίομαι, λάσθη.