ακόρεστος

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόρεστος, -ον) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να χορτάσει, ο αχόρταγος
«ἀκόρεστος φιλοδοξία»
«αἰχμᾱς ἀκόρεστον» (Αισχ.), «ἀκόρεστος φιλία» (Ξεν.)
αρχ.
1. εκείνος που δεν προκαλεί κόρο, που δεν τον χορταίνουμε
«τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾱσι βροτοῖσιν» (Αισχ.)
2. ο ασταμάτητος, ο ακατάπαυστος
«ἀκόρεστον οἰμωγὰν» (Σοφ.)
3. «ακόρεστες ενώσεις» Χημ.
οργανικές ενώσεις οι οποίες περιέχουν στο μόριο τους διπλούς ή και τριπλούς δεσμούς μεταξύ ατόμων άνθρακα, π.χ. αιθυλένιο, ακετυλένιο κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κορέννυμι.
ΠΑΡ. μσν. ἀκορεστία, ἀκορεσταίνω].

Translations

insatiable

Armenian: անկուշտ; Bulgarian: ненаситен; Catalan: insaciable; Chinese Mandarin: 無法滿足的, 无法满足的, 貪得無厭的, 贪得无厌的, 貪心, 贪心; Czech: neukojitelný; Danish: umættelig; Dutch: onverzadigbaar; Esperanto: nesatigebla; Finnish: tyydyttämätön, kyltymätön; French: insatiable; Galician: insaciable, insaciábel; Georgian: გაუმაძღარი; German: unersättlich; Greek: ακόρεστος, ανεχόρταγος, ανικανοποίητος, αξεδίψαστος, άπληστος, αχόρταγος, αχόρταστος; Ancient Greek: ἄατος, ἆτος, ἄβαρτος, ἄβορος, ἀεικενός, ἀκόρεστος, ἀκόρετος, ἀκορής, ἀκόρητος, ἄμαργος, ἄναλτος, ἄπαυστος, ἄπλειστος, ἀπλήμων, ἀπληστόκορος, ἄπληστος, ἀχόρταστος, δυσχαλίνωτος; Hungarian: telhetetlen, kielégíthetetlen; Italian: insaziabile, incontentabile; Japanese: 飽くことを知らない; Latin: insatiabilis; Lithuanian: nepasotinamas; Norwegian: umettelig; Polish: nienasycony; Portuguese: insaciável; Russian: ненасытный; Sanskrit: असिन्व; Serbo-Croatian Cyrillic: незаја̀жљив; Roman: nezajàžljiv; Spanish: insaciable; Swedish: omättlig; Tocharian B: ontsoytte; Ukrainian: ненаситний