λάχεσις: Difference between revisions
From LSJ
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιος (ἡ) :<br />sort, destinée.<br />'''Étymologie:''' [[λαγχάνω]]. | |btext=ιος (ἡ) :<br />sort, destinée.<br />'''Étymologie:''' [[λαγχάνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η<br /><b>ζωολ.</b><br /><b>1.</b> γαστερόποδο [[μαλάκιο]] σύνηθες στις ευρωπαϊκές θάλασσες<br /><b>2.</b> [[γένος]] δηλητηριωδών φιδιών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που ανήκει στην [[οικογένεια]] viperidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>lachesis</i> <span style="color: red;"><</span> [[Λάχεσις]], όν. μιας από τις Μοίρες]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
sort, destinée.
Étymologie: λαγχάνω.
Greek Monolingual
η
ζωολ.
1. γαστερόποδο μαλάκιο σύνηθες στις ευρωπαϊκές θάλασσες
2. γένος δηλητηριωδών φιδιών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που ανήκει στην οικογένεια viperidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lachesis < Λάχεσις, όν. μιας από τις Μοίρες].