μαλάκιο
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Greek Monolingual
το (AM μαλάκιο) μαλακός
συν. στον πληθ. τα μαλάκια
μεγάλο φύλο ασπόνδυλων ζώων στο οποίο ανήκουν τα σαλιγκάρια και οι γυμνοσάλιαγκες, τα μύδια, τα στρείδια και τα συγγενικά τους όστρακα καθώς και τα χταπόδια, τα καλαμάρια και οι σουπιές
μσν.-αρχ.
καλάθι πλεγμένο από τρυφερά φύλλα, ιδίως φοινίκων
αρχ.
μαλάχιον.