λελυμένως: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
(6_6)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λελῠμένως''': ἐπίρρ. (λύω) χαλαρῶς, βραδέως, Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 194.
|lstext='''λελῠμένως''': ἐπίρρ. (λύω) χαλαρῶς, βραδέως, Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 194.
}}
{{grml
|mltxt=[[λελυμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ήπια, [[μαλακά]]<br /><b>2.</b> απροκάλυπτα, απερίφραστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λελυμένος</i>, μτχ. του <i>λέλυμαι</i>, παρακμ. του <i>λύομαι</i>].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λελῠμένως Medium diacritics: λελυμένως Low diacritics: λελυμένως Capitals: ΛΕΛΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: lelyménōs Transliteration B: lelymenōs Transliteration C: lelymenos Beta Code: lelume/nws

English (LSJ)

Adv., (λύω

   A mildly, chronically, of fever, Hp.Coac.470, cf. Gal.16.672; openly, freely, τι περί τινος δηλῶσαι Chio Ep.7.3.

German (Pape)

[Seite 28] adv. zum part. perf. pass. zu λύω, gelöst, zerstreut, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

λελῠμένως: ἐπίρρ. (λύω) χαλαρῶς, βραδέως, Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 194.

Greek Monolingual

λελυμένως (Α)
επίρρ.
1. ήπια, μαλακά
2. απροκάλυπτα, απερίφραστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λελυμένος, μτχ. του λέλυμαι, παρακμ. του λύομαι].