λειοκόνιτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λειοκόνιτος''': «ἡ τελείως ὡς [[κόνις]] διαλελυμένη· λείως γὰρ τελείως» Ἡσύχ. | |lstext='''λειοκόνιτος''': «ἡ τελείως ὡς [[κόνις]] διαλελυμένη· λείως γὰρ τελείως» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λειοκόνιτος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[τελείως]] ὡς [[κόνις]] διαλελυμένη, [[λείως]] γὰρ [[τελείως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόνιτος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[κόνις]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεω</i>-<i>κόνιτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως, Hsch.; cf.λεωκόνιτος.
Greek (Liddell-Scott)
λειοκόνιτος: «ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη· λείως γὰρ τελείως» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λειοκόνιτος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ τελείως ὡς κόνις διαλελυμένη, λείως γὰρ τελείως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -κόνιτος(< κόνις), πρβλ. λεω-κόνιτος].