λαοπρόβλητος: Difference between revisions
From LSJ
(22) |
(No difference)
|
(22) |
(No difference)
|
-η, -ο
αυτός που αναδείχθηκε από τον λαό, ο εκλεκτός του λαού («λαοπρόβλητος ηγέτης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -πρόβλητος (< προ-βάλλω), πρβλ. εθνο-πρόβλητος, θεο-πρόβλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].