λήθιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(6_18)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λήθιος''': -ον, προξενῶν, ἐπιφέρων λήθην, [[πόμα]] Ζωναρ. Λεξ. 1305. ΙΙ. = [[λαθραῖος]], Ἡσύχ.
|lstext='''λήθιος''': -ον, προξενῶν, ἐπιφέρων λήθην, [[πόμα]] Ζωναρ. Λεξ. 1305. ΙΙ. = [[λαθραῖος]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λήθιος]], -ον (Α) [[λήθη]]<br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[λήθη]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λαθραῑος».
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήθιος Medium diacritics: λήθιος Low diacritics: λήθιος Capitals: ΛΗΘΙΟΣ
Transliteration A: lḗthios Transliteration B: lēthios Transliteration C: lithios Beta Code: lh/qios

English (LSJ)

ον,

   A causing forgetfulness, πόμα Zonar.    II = λαθραῖος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λήθιος: -ον, προξενῶν, ἐπιφέρων λήθην, πόμα Ζωναρ. Λεξ. 1305. ΙΙ. = λαθραῖος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λήθιος, -ον (Α) λήθη
1. αυτός που επιφέρει λήθη
2. (κατά τον Ησύχ.) «λαθραῑος».