λιμνίον: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(6_22)
(23)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιμνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λίμνη]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 112. 1.
|lstext='''λιμνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λίμνη]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 112. 1.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[λιμνίον]]) [[λίμνη]]<br />μικρή [[λίμνη]], μικρή [[κοιλότητα]] του εδάφους γεμάτη με [[νερό]].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 48] τό, dim. von λίμνη, kleiner Teich, Arist. mirab. ausc. 112.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίμνη, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 112. 1.

Greek Monolingual

το (Α λιμνίον) λίμνη
μικρή λίμνη, μικρή κοιλότητα του εδάφους γεμάτη με νερό.