λιμνώ: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
(23)
(No difference)

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Greek Monolingual

λιμνῶ, -όω (Α) λίμνη
1. μεταβάλλω σε λίμνη
2. παθ. λιμνοῡμαι, -όομαι
καλύπτομαι από ὕδατα, γίνομαι λίμνη («ἀναψύχειν τοὺς λιμνωθέντας τόπους καὶ γεωργεῑσθαι παρέχειν», Στράβ.).