Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
λιμνῶ, -όω (Α) λίμνη
1. μεταβάλλω σε λίμνη
2. παθ. λιμνοῦμαι, -όομαι
καλύπτομαι από ὕδατα, γίνομαι λίμνη («ἀναψύχειν τοὺς λιμνωθέντας τόπους καὶ γεωργεῖσθαι παρέχειν», Στράβ.).