λιμνώ Search Google

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

λιμνῶ, -όω (Α) λίμνη
1. μεταβάλλω σε λίμνη
2. παθ. λιμνοῦμαι, -όομαι
καλύπτομαι από ὕδατα, γίνομαι λίμνη («ἀναψύχειν τοὺς λιμνωθέντας τόπους καὶ γεωργεῖσθαι παρέχειν», Στράβ.).