λιγυπτερόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source
(6_16)
(23)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐγυπτερόφωνος''': -ον, βομβῶν διὰ τῶν πτερύγων, Χρησμ. Σιβ. Προοίμ. 48.
|lstext='''λῐγυπτερόφωνος''': -ον, βομβῶν διὰ τῶν πτερύγων, Χρησμ. Σιβ. Προοίμ. 48.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιγυπτερόφωνος]], -ον (Α)<br />(για [[πτηνό]]) αυτός που έχει φτερά τα οποία ηχούν διαπεραστικά.
}}
}}

Latest revision as of 07:33, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 43] hell mit den Flügeln tönend, schwirrend, Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

λῐγυπτερόφωνος: -ον, βομβῶν διὰ τῶν πτερύγων, Χρησμ. Σιβ. Προοίμ. 48.

Greek Monolingual

λιγυπτερόφωνος, -ον (Α)
(για πτηνό) αυτός που έχει φτερά τα οποία ηχούν διαπεραστικά.