λοξόβαμος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(6_14)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοξόβαμος''': ὁ, ἡ, = τῷ ἑπομ., Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 55Α, 713.
|lstext='''λοξόβαμος''': ὁ, ἡ, = τῷ ἑπομ., Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 55Α, 713.
}}
{{grml
|mltxt=[[λοξόβαμος]], -ον (Α)<br />[[λοξοβάμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παλίμ</i>-<i>βαμος</i>, <i>χορταιό</i>-<i>βαμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λοξόβαμος: ὁ, ἡ, = τῷ ἑπομ., Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 55Α, 713.

Greek Monolingual

λοξόβαμος, -ον (Α)
λοξοβάμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βαμος (< βαίνω) (πρβλ. παλίμ-βαμος, χορταιό-βαμος)].