λυκοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_19)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠκοθήρας''': -ου, ὁ, ὁ θηρεύων λύκους, Γλωσσ.
|lstext='''λῠκοθήρας''': -ου, ὁ, ὁ θηρεύων λύκους, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυκοθήρας]] και [[λυκόθηρ]], -ηρος, ὁ (Α)<br />αυτός που κυνηγά λύκους, λυκοκυνηγός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λογο</i>-<i>θήρας</i>, <i>χρυσο</i>-<i>θήρας</i>].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων λύκους, Γλωσσ.

Greek Monolingual

λυκοθήρας και λυκόθηρ, -ηρος, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά λύκους, λυκοκυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λογο-θήρας, χρυσο-θήρας].