μαζοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
(6_17)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαζοποιός''': -όν, κατασκευάζων μᾶζαν, ἄρτον κρίθινον, Γλωσσ.
|lstext='''μαζοποιός''': -όν, κατασκευάζων μᾶζαν, ἄρτον κρίθινον, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μαζοποιός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρατιώτης]] που ζυμώνει ψωμιά<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρασκευάζει κριθαρένιο [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μᾶζα]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαζοποιός Medium diacritics: μαζοποιός Low diacritics: μαζοποιός Capitals: ΜΑΖΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: mazopoiós Transliteration B: mazopoios Transliteration C: mazopoios Beta Code: mazopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making barley-bread, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μαζοποιός: -όν, κατασκευάζων μᾶζαν, ἄρτον κρίθινον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α μαζοποιός)
νεοελλ.
στρατιώτης που ζυμώνει ψωμιά
αρχ.
αυτός που παρασκευάζει κριθαρένιο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + -ποιός (< ποιῶ)].