θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(23) |
(No difference)
|
μαιμάζω (Α)
μαιμώ («ἡ ὄρεξις ὥσπερ ἔτι, λιμώττουσα μαιμάζει», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαιμῶ κατά τα ρ. σε -ζω].