μαιμώ

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monolingual

μαιμῶ, -άω, (Α)
1. επιθυμώ σφοδρά, λαχταρώ («μέμησε δὲ oἱ φίλον ἧτορ», Ομ. Ιλ.)
2. κινούμαι ορμητικά, μαίνομαι («μαιμᾷ πέλας... δίπος ὄφις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαι-μά-ω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mē- «επιθυμώ σφοδρά» και εμφανίζει επιτατικό αναδιπλασιαμό. Ο αόρ. μαίμησα είναι υστερογενής. Η λ. συνδέεται με τα μαίομαι και μῶμαι.