μάγισσα: Difference between revisions

From LSJ

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source
(6_10)
(23)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάγισσα''': ἡ, θηλ. τοῦ μάγος, Νικήτ. εἰς Μουρζ. 4, Δουκάγγ., κλ.
|lstext='''μάγισσα''': ἡ, θηλ. τοῦ μάγος, Νικήτ. εἰς Μουρζ. 4, Δουκάγγ., κλ.
}}
{{grml
|mltxt=η (Μ [[μάγισσα]])<br /><b>βλ.</b> [[μάγος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 79] ἡ, erst sehr Sp., fem. zu μάγος.

Greek (Liddell-Scott)

μάγισσα: ἡ, θηλ. τοῦ μάγος, Νικήτ. εἰς Μουρζ. 4, Δουκάγγ., κλ.

Greek Monolingual

η (Μ μάγισσα)
βλ. μάγος.