μαραντικός: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(6_11) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰραντικός''': -ή, -όν, ὁ μαραίνων, [[πόθος]] Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 59. II. μεμαραμμένος, [[κατάξηρος]], κατεσκληκώς, [[γέρων]] Α. Β. 32. | |lstext='''μᾰραντικός''': -ή, -όν, ὁ μαραίνων, [[πόθος]] Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 59. II. μεμαραμμένος, [[κατάξηρος]], κατεσκληκώς, [[γέρων]] Α. Β. 32. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαραντικός]], -ή, -όν (Α) [[μαραίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μαραίνει, που εξασθενίζει<br /><b>2.</b> μαραμένος, [[αδύνατος]] («[[γέρων]] ῥυσὸς καὶ [[μαραντικός]]», Φρύν.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A wasting away, πόθος Sch.rec.A. Pers.59. II withered, γέρων Phryn.PSp.57 B.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰραντικός: -ή, -όν, ὁ μαραίνων, πόθος Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 59. II. μεμαραμμένος, κατάξηρος, κατεσκληκώς, γέρων Α. Β. 32.
Greek Monolingual
μαραντικός, -ή, -όν (Α) μαραίνω
1. αυτός που μαραίνει, που εξασθενίζει
2. μαραμένος, αδύνατος («γέρων ῥυσὸς καὶ μαραντικός», Φρύν.).