μαλακόφθαλμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
(6_17) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰλᾰκόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων μαλακοὺς ὀφθαλμούς, Θεοδέκτης παρ’ Ἀθην. 454Ε· ἡμαρτημ. γραφ. (ὡς δεικνύει τὸ [[μέτρον]]) ἀντὶ [[καλόφθαλμος]] κ.τ.τ. | |lstext='''μᾰλᾰκόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων μαλακοὺς ὀφθαλμούς, Θεοδέκτης παρ’ Ἀθην. 454Ε· ἡμαρτημ. γραφ. (ὡς δεικνύει τὸ [[μέτρον]]) ἀντὶ [[καλόφθαλμος]] κ.τ.τ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαλακόφθαλμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τρυφερό [[βλέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A soft-eyed, f.l. in Theodect.6.1.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων μαλακοὺς ὀφθαλμούς, Θεοδέκτης παρ’ Ἀθην. 454Ε· ἡμαρτημ. γραφ. (ὡς δεικνύει τὸ μέτρον) ἀντὶ καλόφθαλμος κ.τ.τ.
Greek Monolingual
μαλακόφθαλμος, -ον (Α)
αυτός που έχει τρυφερό βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + ὀφθαλμός.