μεγαλόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(a)
 
(24)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] großseitig, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] großseitig, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μεγαλόπλευρος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας πλευράς, Κ. Μανασσ. Χρον. 4864.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόπλευρος]], -ον (M)<br />αυτός που έχει μεγάλες πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλευρά]].
}}
}}

Latest revision as of 07:36, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 107] großseitig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεγαλόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας πλευράς, Κ. Μανασσ. Χρον. 4864.

Greek Monolingual

μεγαλόπλευρος, -ον (M)
αυτός που έχει μεγάλες πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + πλευρά.