μελανόχρους: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(Bailly1_3)
 
(24)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>c.</i> [[μελανόχροος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>c.</i> [[μελανόχροος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν (ΑM [[μελανόχρους]], -ουν, Α και [[μελανόχροος]], -οον και [[μελανόχρως]], ὁ, ἡ)<br /><b>βλ.</b> [[μελάγχρους]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
c. μελανόχροος.

Greek Monolingual

-ουν (ΑM μελανόχρους, -ουν, Α και μελανόχροος, -οον και μελανόχρως, ὁ, ἡ)
βλ. μελάγχρους.