μελανόπους: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(6_20) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελᾰνόπους''': -ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλανας πόδας, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 628. | |lstext='''μελᾰνόπους''': -ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλανας πόδας, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 628. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελανόπους]], -ουν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μελάμπους]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A black-footed, gloss on κυανόπεζα, Sch. D Il. 11.628.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλανας πόδας, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 628.
Greek Monolingual
μελανόπους, -ουν (Α)
βλ. μελάμπους.