μελίζωμον: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6_21)
 
(24)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελίζωμον''': τό, ζωμὸς [[μετὰ]] μέλιτος, Apicius 1, 2, § 2.
|lstext='''μελίζωμον''': τό, ζωμὸς [[μετὰ]] μέλιτος, Apicius 1, 2, § 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελίζωμον]], τὸ (Α)<br />[[ζωμός]] με [[μέλι]], [[σιρόπι]] από [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[ζωμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>ζωμον</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μελίζωμον: τό, ζωμὸς μετὰ μέλιτος, Apicius 1, 2, § 2.

Greek Monolingual

μελίζωμον, τὸ (Α)
ζωμός με μέλι, σιρόπι από μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ζωμός (πρβλ. εύ-ζωμον)].