Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιρόπι

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469

Greek Monolingual

και σορόπι, το, Ν
1. παχύρρευστο διάλυμα ζάχαρης ή μελιού σε νερό, που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και στη φαρμακευτική
2. φάρμακο σε υγρή μορφή με προσθήκη γλυκού διαλύματος
3. η μελάσσα του ζαχαροκάλαμου
4. καθετί που είναι πολύ γλυκό («τον έκανες σιρόπι τον καφέ»)
5. συν. στον πληθ. τα σιρόπια και σορόπια
γλυκερή συμπεριφορά και, ειδικότερα, ερωτικές τρυφερότητες
6. φρ. «τον πήραν τα σορόπια» — έβαλε τα κλάματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sirop < μεσολατ. sirupus < αραβ. sharāb «ποτό, χυμός, σιρόπι»].