μελίζωμον

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek (Liddell-Scott)

μελίζωμον: τό, ζωμὸς μετὰ μέλιτος, Apicius 1, 2, § 2.

Greek Monolingual

μελίζωμον, τὸ (Α)
ζωμός με μέλι, σιρόπι από μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ζωμός (πρβλ. εύζωμον)].