μελίρροος: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(6_19)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελίρροος''': -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, ῥέων [[μέλι]], Γλωσ.
|lstext='''μελίρροος''': -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, ῥέων [[μέλι]], Γλωσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελίρροος]], -οον και -ους, -ουν (Α), αυτός που στάζει [[μέλι]], [[μελίρρυτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμό</i>-<i>ρροος</i>, <i>βαθύ</i>-<i>ρροος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίρροος Medium diacritics: μελίρροος Low diacritics: μελίρροος Capitals: ΜΕΛΙΡΡΟΟΣ
Transliteration A: melírroos Transliteration B: melirroos Transliteration C: melirroos Beta Code: meli/rroos

English (LSJ)

ον, contr. μελίρρους, ουν,

   A flowing with honey, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μελίρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, ῥέων μέλι, Γλωσ.

Greek Monolingual

μελίρροος, -οον και -ους, -ουν (Α), αυτός που στάζει μέλι, μελίρρυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥόος (< ρέω), πρβλ. αιμό-ρροος, βαθύ-ρροος].