μελανηφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
(6_16) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελανηφόρος''': -ον, = μελανοφόρος, Ὀρφ. Ὕμν. 41. 9˙ ἐπίθ. ἱερέων τινῶν τῆς Ἴσιδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2293 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Böckh), 96˙ - μελανηφορέω, μαυροφορῶ, Τζέτζ. 7. 999. | |lstext='''μελανηφόρος''': -ον, = μελανοφόρος, Ὀρφ. Ὕμν. 41. 9˙ ἐπίθ. ἱερέων τινῶν τῆς Ἴσιδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2293 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Böckh), 96˙ - μελανηφορέω, μαυροφορῶ, Τζέτζ. 7. 999. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ο, θηλ. και -α<br />αυτός που περιέχει [[μελάνη]] («[[μελανηφόρος]] [[σάκος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελάνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].———————— <b>(II)</b><br />[[μελανηφόρος]], -ον (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μελανοφόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = μελανοφόρος, Orph.H.42.9; epith. of priests of Isis, at Delos, SIG977a2 (ii B. C.); at Eretria, Ἀρχ.Δελτ.1.148:— hence μελᾰνη-φορέω, Tz.H.7.999.
German (Pape)
[Seite 119] schwarze Kleider tragend, Diener der Isis, Inscr. 2293, ff.
Greek (Liddell-Scott)
μελανηφόρος: -ον, = μελανοφόρος, Ὀρφ. Ὕμν. 41. 9˙ ἐπίθ. ἱερέων τινῶν τῆς Ἴσιδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2293 (ἔνθα ἴδε τὸν Böckh), 96˙ - μελανηφορέω, μαυροφορῶ, Τζέτζ. 7. 999.
Greek Monolingual
(I)
-ο, θηλ. και -α
αυτός που περιέχει μελάνη («μελανηφόρος σάκος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνη + -φόρος].———————— (II)
μελανηφόρος, -ον (ΑM)
βλ. μελανοφόρος.