μεταπεμπτέος: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut mander.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταπέμπω]].
|btext=α, ον :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut mander.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταπέμπω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταπεμπτέος]], -α, -ον (Α) [[μεταπέμπω]]<br />αυτός τον οποίο [[πρέπει]] [[κανείς]] να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει.
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπεμπτέος Medium diacritics: μεταπεμπτέος Low diacritics: μεταπεμπτέος Capitals: ΜΕΤΑΠΕΜΠΤΕΟΣ
Transliteration A: metapemptéos Transliteration B: metapempteos Transliteration C: metapempteos Beta Code: metapempte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be sent for, Th.6.25.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπεμπτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ μεταπέμπεσθαι, Θουκ. 6. 25.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’on peut ou qu’il faut mander.
Étymologie: adj. verb. de μεταπέμπω.

Greek Monolingual

μεταπεμπτέος, -α, -ον (Α) μεταπέμπω
αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει.