μέτερρος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(6_4)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέτερρος''': Αἰολ. ἀντὶ τοῦ [[μέτριος]], Ἐτυμ. Μέγ. 587. 12.
|lstext='''μέτερρος''': Αἰολ. ἀντὶ τοῦ [[μέτριος]], Ἐτυμ. Μέγ. 587. 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[μέτερρος]], -ον (Α)<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μέτριος]].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέτερρος Medium diacritics: μέτερρος Low diacritics: μέτερρος Capitals: ΜΕΤΕΡΡΟΣ
Transliteration A: méterros Transliteration B: meterros Transliteration C: meterros Beta Code: me/terros

English (LSJ)

Aeol. for μέτριος, Lyr.Adesp.66, cf. EM587.12.

Greek (Liddell-Scott)

μέτερρος: Αἰολ. ἀντὶ τοῦ μέτριος, Ἐτυμ. Μέγ. 587. 12.

Greek Monolingual

μέτερρος, -ον (Α)
(αιολ. τ.) βλ. μέτριος.