μετασυλλογίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_14) |
(25) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετασυλλογίζομαι''': μέσ., ἐκ νέου συλλογίζομαι, Θεόδ. Μετοχ. σ. 463. | |lstext='''μετασυλλογίζομαι''': μέσ., ἐκ νέου συλλογίζομαι, Θεόδ. Μετοχ. σ. 463. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μετασυλλογίζομαι]] (Μ)<br />[[συλλογίζομαι]] εκ νέου. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:38, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
μετασυλλογίζομαι: μέσ., ἐκ νέου συλλογίζομαι, Θεόδ. Μετοχ. σ. 463.
Greek Monolingual
μετασυλλογίζομαι (Μ)
συλλογίζομαι εκ νέου.