μετασυλλογίζομαι

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source

Greek (Liddell-Scott)

μετασυλλογίζομαι: μέσ., ἐκ νέου συλλογίζομαι, Θεόδ. Μετοχ. σ. 463.

Greek Monolingual

μετασυλλογίζομαι (Μ)
συλλογίζομαι εκ νέου.