μητίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_12)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μητίζομαι''': ἴδε [[μητίομαι]].
|lstext='''μητίζομαι''': ἴδε [[μητίομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μητίζομαι]] (Α)<br />(δ. γρφ.) [[μητίομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[μητίομαι]].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητίζομαι Medium diacritics: μητίζομαι Low diacritics: μητίζομαι Capitals: ΜΗΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: mētízomai Transliteration B: mētizomai Transliteration C: mitizomai Beta Code: mhti/zomai

English (LSJ)

   A v. μητίομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μητίζομαι: ἴδε μητίομαι.

Greek Monolingual

μητίζομαι (Α)
(δ. γρφ.) μητίομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μητίομαι.