μητρόπαις: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205
(6_10)
 
(25)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μητρόπαις''': ἡ, ἡ, Παναγία ἡ ἅμα [[μήτηρ]] καὶ [[παῖς]] τοῦ Θεοῦ, Ἰσίδ. Θεσσαλ. σ. 25, ἔκδ. Mi.
|lstext='''μητρόπαις''': ἡ, ἡ, Παναγία ἡ ἅμα [[μήτηρ]] καὶ [[παῖς]] τοῦ Θεοῦ, Ἰσίδ. Θεσσαλ. σ. 25, ἔκδ. Mi.
}}
{{grml
|mltxt=[[μητρόπαις]], -αιδος, ἡ (ΑΜ)<br />(ως επίθ. της Παναγίας) αυτή που, αν και [[παρθένος]], [[είναι]] [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[παῖς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θεό</i>-[[παις]], <i>ορνιθό</i>-[[παις]])].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μητρόπαις: ἡ, ἡ, Παναγία ἡ ἅμα μήτηρ καὶ παῖς τοῦ Θεοῦ, Ἰσίδ. Θεσσαλ. σ. 25, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

μητρόπαις, -αιδος, ἡ (ΑΜ)
(ως επίθ. της Παναγίας) αυτή που, αν και παρθένος, είναι μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + παῖς (πρβλ. θεό-παις, ορνιθό-παις)].