μητρόπαις

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek (Liddell-Scott)

μητρόπαις: ἡ, ἡ, Παναγία ἡ ἅμα μήτηρ καὶ παῖς τοῦ Θεοῦ, Ἰσίδ. Θεσσαλ. σ. 25, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

μητρόπαις, -αιδος, ἡ (ΑΜ)
(ως επίθ. της Παναγίας) αυτή που, αν και παρθένος, είναι μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + παῖς (πρβλ. θεόπαις, ορνιθόπαις)].