μορφοφανής: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
(6_7)
 
(25)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μορφοφᾰνής''': -ές, ὁ κατὰ τὴν μορφὴν (τὸ [[σχῆμα]]) φαινόμενος, Ἀνθ. Π. 1. 88.
|lstext='''μορφοφᾰνής''': -ές, ὁ κατὰ τὴν μορφὴν (τὸ [[σχῆμα]]) φαινόμενος, Ἀνθ. Π. 1. 88.
}}
{{grml
|mltxt=[[μορφοφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται, που [[είναι]] [[εμφανής]] μόνο [[κατά]] τη [[μορφή]] του, [[κατά]] το [[σχήμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονο</i>-<i>φανής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μορφοφᾰνής: -ές, ὁ κατὰ τὴν μορφὴν (τὸ σχῆμα) φαινόμενος, Ἀνθ. Π. 1. 88.

Greek Monolingual

μορφοφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται, που είναι εμφανής μόνο κατά τη μορφή του, κατά το σχήμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -φανής (< φαίνομαι), πρβλ. μονο-φανής].