μολυβδῖτις: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(6_12) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μολυβδῖτις''': -ιδος, ἡ, Διοσκ. 5. 102, Πλίν. 33. 35. | |lstext='''μολυβδῖτις''': -ιδος, ἡ, Διοσκ. 5. 102, Πλίν. 33. 35. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=μολυβδῑτις, -ίτιδος), η [[μόλυβδος]]<br />«μολυβδῑτις» (ενν. [[άμμος]])<br />[[είδος]] άμμου από την οποία λαμβάνεται ο [[λιθάργυρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ιδος, ἡ, ἄμμος a kind of sand from which λιθάργυρος is obtained, Dsc.5.87, Plin.HN33.106.
German (Pape)
[Seite 200] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λιθάργυρος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδῖτις: -ιδος, ἡ, Διοσκ. 5. 102, Πλίν. 33. 35.
Greek Monolingual
μολυβδῑτις, -ίτιδος), η μόλυβδος
«μολυβδῑτις» (ενν. άμμος)
είδος άμμου από την οποία λαμβάνεται ο λιθάργυρος.