μισθοπάροχος: Difference between revisions

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
(6_18)
 
(25)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μισθοπάροχος''': -ον, ὁ παρέχων μισθόν, Ἀντίοχ. μοναχ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 89, σ. 1768.
|lstext='''μισθοπάροχος''': -ον, ὁ παρέχων μισθόν, Ἀντίοχ. μοναχ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 89, σ. 1768.
}}
{{grml
|mltxt=[[μισθοπάροχος]], -ον (Μ)<br />αυτός που παρέχει [[μισθό]], ο [[μισθοδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παροχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρέχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελαιο</i>-[[πάροχος]], <i>ιμαντο</i>-[[πάροχος]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μισθοπάροχος: -ον, ὁ παρέχων μισθόν, Ἀντίοχ. μοναχ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 89, σ. 1768.

Greek Monolingual

μισθοπάροχος, -ον (Μ)
αυτός που παρέχει μισθό, ο μισθοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -παροχος (< παρέχω), πρβλ. ελαιο-πάροχος, ιμαντο-πάροχος.