μολυβδωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
(b)
 
(25)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0200.png Seite 200]] verblei't, mit Blei gelöthet, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0200.png Seite 200]] verblei't, mit Blei gelöthet, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μολυβδωτός''': -ή, -όν, κεκαλυμμένος ἢ κεκολλημένος διὰ μολύβδου, περιδεδεμένος διὰ μολύβδου, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />(Α [[μολυβδωτός]], -ή, -όν) [[μολυβδώνω]]<br />αυτός που έχει επικαλυφθεί ή κολληθεί ή περιδεθεί με μόλυβδο<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο κατασκευασμένος από μόλυβδο.
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 200] verblei't, mit Blei gelöthet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδωτός: -ή, -όν, κεκαλυμμένος ἢ κεκολλημένος διὰ μολύβδου, περιδεδεμένος διὰ μολύβδου, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό
μολυβδωτός, -ή, -όν) μολυβδώνω
αυτός που έχει επικαλυφθεί ή κολληθεί ή περιδεθεί με μόλυβδο
νεοελλ.
ο κατασκευασμένος από μόλυβδο.