μοναθλία: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
(6_9)
(25)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοναθλία''': ἡ, = [[μονομαχία]], Νικήτ. Χρον. 16Α.
|lstext='''μοναθλία''': ἡ, = [[μονομαχία]], Νικήτ. Χρον. 16Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοναθλία]], ἡ (Μ)<br />[[μονομαχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αθλία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>αθλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄθλος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πεντ</i>-<i>αθλία</i>].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 201] ἡ, = μονομαχία, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

μοναθλία: ἡ, = μονομαχία, Νικήτ. Χρον. 16Α.

Greek Monolingual

μοναθλία, ἡ (Μ)
μονομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -αθλία (< -αθλος < ἄθλος), πρβλ. πεντ-αθλία].