νεκυόμαντις: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
(6_8) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεκυόμαντις''': -εως, ὁ, ἡ, = [[νεκρόμαντις]], Στράβ. 762. | |lstext='''νεκυόμαντις''': -εως, ὁ, ἡ, = [[νεκρόμαντις]], Στράβ. 762. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεκυόμαντις]], -άντεως, ό (Α)<br />ο [[νεκρομάντης]], ο επικαλούμενος τα πνεύματα τών [[νεκρών]] για να μαντεύσουν τα μέλλοντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]], -<i>υος</i> «[[νεκρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ,
A = νεκρόμαντις, Str.16.2.39, Ptol.Tetr. 181, Artem.2.69.
German (Pape)
[Seite 238] ὁ, = νεκρόμαντις, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
νεκυόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, = νεκρόμαντις, Στράβ. 762.
Greek Monolingual
νεκυόμαντις, -άντεως, ό (Α)
ο νεκρομάντης, ο επικαλούμενος τα πνεύματα τών νεκρών για να μαντεύσουν τα μέλλοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + μάντις.