νέπετα: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(6_10) |
(26) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νέπετα''': ἡ, nepeta, = καλαμίνθη, Ἰω. Λυδ. 154, 19. | |lstext='''νέπετα''': ἡ, nepeta, = καλαμίνθη, Ἰω. Λυδ. 154, 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και νεπέτα, η (Α [[νέπετα]] και νέπιτα, ἡ, και [[νέπετος]], ὁ)<br /><b>βοτ.</b> [[φυτό]] γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[καλαμίνθη]], που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]] αντιπροσωπεύει [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών [[φυτών]] με 250 [[περίπου]] είδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>nepeta</i> «[[είδος]] καλαμίνθης»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:57, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
νέπετα: ἡ, nepeta, = καλαμίνθη, Ἰω. Λυδ. 154, 19.
Greek Monolingual
και νεπέτα, η (Α νέπετα και νέπιτα, ἡ, και νέπετος, ὁ)
βοτ. φυτό γνωστό με τη λόγια ονομασία καλαμίνθη, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αντιπροσωπεύει γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών με 250 περίπου είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nepeta «είδος καλαμίνθης»].