νεφριαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(6_4)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεφριαῖος''': -α, -ον, = [[νεφρίδιος]], Διοσκ. 2. 87.
|lstext='''νεφριαῖος''': -α, -ον, = [[νεφρίδιος]], Διοσκ. 2. 87.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α νεφριαῑος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῑον [[λίπος]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μετωπ</i>-<i>ιαίος</i>].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφριαῖος Medium diacritics: νεφριαῖος Low diacritics: νεφριαίος Capitals: ΝΕΦΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: nephriaîos Transliteration B: nephriaios Transliteration C: nefriaios Beta Code: nefriai=os

English (LSJ)

α, ον, (νεφρός)

   A of the kidneys, στέαρ Dsc.2.76; τὸ ν. (to be read for νεφρίδιον) Hp.Mul.2.164.

Greek (Liddell-Scott)

νεφριαῖος: -α, -ον, = νεφρίδιος, Διοσκ. 2. 87.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α νεφριαῑος, -α, -ον)
αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῑον λίπος», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μετωπ-ιαίος].