νωμήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_19)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νωμήτωρ''': -ορος, ὁ, ὁ διανέμων, Μανέθων 6. 357. ΙΙ. ὁ ὁδηγῶν, κινῶν, κτλ., Νόνν. Δ. 12. 20., 48. 165.
|lstext='''νωμήτωρ''': -ορος, ὁ, ὁ διανέμων, Μανέθων 6. 357. ΙΙ. ὁ ὁδηγῶν, κινῶν, κτλ., Νόνν. Δ. 12. 20., 48. 165.
}}
{{grml
|mltxt=[[νωμήτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διανέμει, που μοιράζει («[[κρεῶν]] νωμήτορας ἄνδρας», Μαν.)<br /><b>2.</b> [[κυβερνήτης]], [[οδηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νωμῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ηγή</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωμήτωρ Medium diacritics: νωμήτωρ Low diacritics: νωμήτωρ Capitals: ΝΩΜΗΤΩΡ
Transliteration A: nōmḗtōr Transliteration B: nōmētōr Transliteration C: nomitor Beta Code: nwmh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A one who distributes, Doroth. ap. Heph.Astr.3.30, Man.6.357.    II one who guides, moves, etc., Nonn.D.12.20, 48.165.

Greek (Liddell-Scott)

νωμήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ διανέμων, Μανέθων 6. 357. ΙΙ. ὁ ὁδηγῶν, κινῶν, κτλ., Νόνν. Δ. 12. 20., 48. 165.

Greek Monolingual

νωμήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
1. αυτός που διανέμει, που μοιράζει («κρεῶν νωμήτορας ἄνδρας», Μαν.)
2. κυβερνήτης, οδηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωμῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. ηγή-τωρ)].